-
1 собственность
1. (имущество, принадлежащее кому-л.) η περιουσί/αη κυριότηταлишать - и στερώ/αφαιρώ την -2. (принадлежность кому-, чему-л. с правом полного распоряжения) η ιδιοκτησί/α, η περιουσίαпередача права - и μεταβίβαση των δικαιωμάτων - ας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собственность
-
2 ссуда
το δάνει/οдолевая - (μεγάλου ποσού), χορηγούμενο υπό πολλών τραπεζώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ссуда
-
3 цена
-ы, αιτ. цену, πλθ. цены θ.1. τιμή, τίμημα, αξία•цена товара η τιμή του εμπορεύματος•
государственная цена κρατική τιμή•
цена стабилизация цен σταθεροποίηση των τιμών•
снижение цен πτώση των τιμών•
тврдая цена σταθερή τιμή.
2. εκτίμηση.3. -ою θυσιάζοντας, χάρη, προσφέροντας σαν αντίτιμο•спасти человека -ою своего счастья σώζω τον άνθρωπο θυσιάζοντας την ευτυχία μου.
|| -ой χάρη, αντί•добиться чего-н. -ой упорного труда πετυχαίνω κάτι χάρη στην επίμονη δουλειά•
занять позицию -ой больших потерь καταλαβαίνω τοποθεσία αντί μεγάλων απωλειών.
|| μτφ. σημασία•жизнь потеряла для не всякую -у η ζωή γι αυτήν έχασε κάθε νόημα•
какова его уверениям? τι σημασία (νόημα, αξία) έχουν οι διαβεβαιώσεις του;
εκφρ.в -е – έχει αξία, εκτιμάται πολύ•этот товар нынче в -е – αυτό το εμπόρευμα τώρα έχει μεγάλη πέραση (ζήτηση)•любой (ή какой бы то ни было) -ой – αντί πάσης θυσίας, με κάθε θυσία•- ы нет – α) είναι ανεκτίμητος, β) μεγάλης σημασίας. -
4 прикинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω επί πλέον, συμπληρωματικά, ακόμα•прикинуть дров в печку ρίχνω κι άλλα ξύλα στη θερμάστρα.
|| ρίχνω επάνω (στο σώμα) ένδυμα. || προσθέτω, αυζαίνω.2. (για βάρος, μάκρος κ.τ.τ.) υπολογίζω, καθορίζω περίπου•прикинуть товар на руке υπολογίζω το βάρος του εμπορεύματος με το χέρι1 —на глаз υπολογίζω (εκτιμώ) με το μάτι•
прикинуть в уме υπολογίζω με το νου.
1. προσποιούμαι•прикинуть больным κάνω τον άρρωστο.
2. (για ασθένεια)• παρουσιάζομαι ξαφνικά, απρόσμενα.